δοκίς

δοκίς
δοκίς, ίδος, ,
A plank, Hp.Fract.13, X.Cyn.9.15, IG11.287A24 (Delos, iii B. C.).
2 screen or shield used by sappers, = χελώνη ὀρυκτρίς, Ph.Bel.81.28, al.
II = δοκός 11, Arist.Mu.392b4, Ptol. Tetr.90;

πυρίνη δ. D.S.15.50

, cf. Nonn.D.2.199.
III number of the form mn2 (m>n), Theo Sm.p.42 H., Nicom.Ar.2.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δοκίς — plank fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδα — δοκίς plank fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδας — δοκίς plank fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδες — δοκίς plank fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδι — δοκίς plank fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδος — δοκίς plank fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίδων — δοκίς plank fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίσι — δοκίς plank fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίσιν — δοκίς plank fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοκίδα — η (Α διαδοκίς) [δοκίς] η πλάγια δοκός στην οποία στηρίζονται οι άλλες, η τραβέρσα …   Dictionary of Greek

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”